top of page

Η πάλη για το δικαίωμα της σκέψης


Ευτυχισμένα ζούσε η ανθρωπότητα μες την κοιλάδα της αμάθειας. Απ΄το βοριά και τον νοτιά, απ΄την ανατολή και τη δύση υψώνονταν οι κορφές των αιώνιων βουνών. Ένα μικρό ρέμα γνώση κύλαγε αργά μέσα από μια βαθιά φαγωμένη χαράδρα. Ερχόταν από τα βουνά του παρελθόντος. Χανόταν μέσα στους βάλτους του μέλλοντος. Δεν ήταν κανα σπουδαίο ποτάμι. Μα ήταν αρκετό για τις λίγες ανάγκες που είχαν οι χωριάτες.


Το βράδυ, οταν είχαν πια ποτίσει τα ζωντανά τους και γεμίσει τα κιούπια τους, έφτανε να κάτσουν χάμω και να χαρούν τη ζωή. Σήκωναν τους πολύξερους γέρους από τις σκιερές γωνιές, όπου είχαν περάσει τη μέρα τους, αναθιβάνοντας τις μυστηριακές σελίδες ενός παλιού βιβλίου, και τους φέρναν στην συντροφιά.

Και αυτοί, μουρμούριζαν παράξενα λόγια στα εγγόνια τους, που θα προτιμούσαν, εκείνη την ώρα νάπαιζαν με τα όμορφα βότσαλα, τα φερμένα από μακρινές χώρες. Συχνά αυτά τα λόγια, δεν ήταν και πολύ καθαρά. Μα τάχε γράψει χίλια χρόνια πριν, μια λησμονημένη ράτσα. Και έτσι, ήταν ιερά.

Γιατί στην κοιλάδα της αμάθειας, κάθε τι που ήταν παλιό, ήταν και λατρευτό. Εκείνοι πού αποτόλμαγαν να αμφισβητήσουν τη σοφία των πατέρων, περιφρονούνταν από τους καθωσπρέπει ανθρώπους. Και έτσι, είχαν όλοι την ησυχία τους. Ο φόβος, ήταν ο παντοτινός σύντροφός τους. Γιατί τι θά γινόταν αν τυχόν τους αρνιόντουσαν το μεράδι τους απ΄την σοδειά.


Τη νύχτα, στους στενούς σκοτεινούς δρόμους της μικρής πολιτείας, κυκλοφορούσαν ψιθυριστά κάτι θολές ιστορίες, αξεδιάλυτες, για κάτι ανθρώπους γυναίκες και άντρες, που είχαν αποτολμήσει να ρωτήσουν μερικά πράματα. Είχαν όλοι τους φύγει. Και από τότε, κανείς δεν τους ξαναείδε πια. Μερικοί απο αυτούς, είχαν προσπαθήσει να σκαρφαλώσουν τα πανύψηλα τείχη, της πέτρινης βουνοκορφής που έκρυβε τον ήλιο. Τα λευκασμένα κόκκαλά τους, μέναν στο βάθος των γκρεμών.

Χρόνια έρχονταν, χρόνια έφευγαν. Ευτυχισμένα ζούσε η ανθρωπότητα, μέσα στην κοιλάδα της αμάθειας.


Σουρτά, ένας άνθρωπος, βγήκε ξαφνικά από τα σκοτάδια. Στα δάχτυλά του, τα νύχια του ήταν σπασμένα. Είχε δέσει τα πόδια του με κουρέλια, ποτισμένα στο αίμα από τις πληγές που τούχαν ανοίξει οι μακρινές πορείες. Σκόνταψε στη πόρτα του πιό κοντινού καλυβιού και χτύπησε. Ύστερα λιγοθύμησε. Κάτω από το φοβισμένο φως ενός λυχναριού, τον κουβάλησαν σε ένα στρωσίδι. Το πρωί, μαθεύτηκε η είδηση σε όλο το χωριό. Είχε γυρίσει πίσω. Οι γείτονοι στέκοταν ολόγυρα και κουνούσαν το κεφάλι. Πάντα τους τόξεραν πως έτσι θα τελειώνε το πράμα. Η ήττα και η υποταγή περίμεναν όποιον τολμούσε να ξανοιχτεί πέρα από τα ριζά των βουνών. Και σε μια γωνιά του χωριού, οι γέροι κουνούσαν τα κεφάλια τους και μουρμούριζαν φλογερά λόγια. Δεν ήθελαν να φερθούν απάνθρωπα, ομως ο νόμος ήταν νόμος. Αυτός ο άνθρωπος αμάρτησε πολύ, παραβαίνοντας τις επιθυμίες εκείνων που ξέρουν. Μόλις γιατρεύονταν οι πληγές του θα πέρναγε από δίκη. Ήθελα να του φερθούν με επιείκεια.


Θυμόντουσαν τα παράξενα φλογισμένα μάτια της μάνας του. Ξαναρχόταν στο νου τους η τραγωδία του πατέρα του, που χάθηκε στην έρημο εδώ και τριάντα χρόνια. Ωστόσο ο νόμος ήταν νόμος. Και στο νόμο, πρέπει να δείχνονται όλοι υπάκουοι. Εκείνοι που ξέρουν θα φρόντιζαν γιαυτό. Φέραν τον παραστρατημένο στην αγορά και το πλήθος στεκόταν ολόγυρα σωπαίνοντας με σεβασμό. Ήταν ακόμα πολυ αχαμνός από την πείνα και τη δίψα, γιαυτό και οι γέροντες τον πρόσταξαν να καθήσει. Αρνήθηκε. Τον πρόσταξαν να σωπάσει. Μα εκείνος μίλησε. Γύρισε τις πλάτες του στους γέρους, και τα μάτια του αναζήτησαν εκείνους που λίγο καιρό πριν ήταν φίλοι του.


Ακούστε με, τους ικέτεψε. Ακούστε με και ετοιμαστείτε να χαρείτε. Ξαναπέρασα τα βουνά για γυρίσω πίσω. Εκεί που είχα πάει, τα πόδια μου πάτησαν φρέσκια γη. Τα χέρια μου νιώσανε το άγγιγμα άλλων φυλών.Κι είδα με τα μάτια μουπράματα θαυμαστά.

Όταν ήμουν παιδί, ο κόσμος για μένα έφτανε ως το φράχτη του περβολιού του πατέρα μου. Σ ανατολή και δύση, νότο και βοριά βρίσκονταν τα βουνά. Ηταν πάντα εκεί, από τότε που ΄Αρχισε ο Χρόνος.

Όταν ρώτησα τους μεγάλους τι κρύβανε οι ράχες πίσω τους, μούπανε να σωπάσω και κούνησαν το κεφάλι. Κι όταν επέμεινα, με πήραν και με πήγαν στην άκρη των βράχων και μούδειξαν τ ασπρισμένα κόκκαλα εκείνων πούχαν τολμήσει ν αψηφήσουν τους θεούς.

Όταν φώναξα λέγοντας Είναι ψέματα. Οι θεοί αγαπάνε όποιον έχει κουράγιο. Εκείνοι που ξέρουν ήρθαν και με διάβασαν με τα ιερά βιβλία τους. Ονόμος μου ξήγησαν είχε ορίσει τα πράματα όπως βρίσκονταν στον ορανό και στη γης. Εμάς μας ορίστηκε νάχουμε τούτη την κοιλάδα και χρέος μας είναι να την κρατήσουμε. Τα ζωντανά και τα λουλούδια, οι καρποί και τα ψάρια είναι δικά μας για να τα κάνουμε ότι θέλουμε. Μα τα βουνά είναι για τους θεούς. Κι ότι βρίσκεται πίσω απ΄αυτά, πρέπει να μείνει άγνωστο ως το τέλος του χρόνου.


Έτσι μου μίλησαν. Και μούλεγαν ψέματα. Τα ίδια ψέματα που λεν και σε σας. Πέρα από τούτα τα βουνά είναι βοσκοτόπια και λειβάδια πλούσια, να τα χαιρεται το ματι σου. Κι εκεί πέρα ζουν άνθρωποι σαν και μας, με όμοια σάρκα και κόκκαλα. Κι είναι και πολιτείες που φεγγοβολούν με την αίγλη χίλιων χρόνων δουλειάς.Βρήκα το δρόμο για μια καλύτερη πατρίδα. Είδα την υπόσχεση για μια καλύτερη ζωή. Ακολουθείστε με και θα σας πάω εκεί. Γιατί οι θεοί χαμογελούν το ίδιο εκεί, όπως κι εδώ, όπως παντού.


Σώπασε...

Και τότε ξεσηκώθηκε ένα αλαλητό από φρίκη.Βλασφημία φώναξαν οι γέροντες. Βλάσφημος και ιερόσυλος. Κι αντάξια με το κρίμα πρέπει να σταθεί η τιμωρία του. Έχασε τα συλλοικά του. Τολμάει να περιπαίζει το νόμο που γράφτηκε εδώ και χίλια χρόνια. Θάνατος. Και σήκωσαν βαρειές κοτρώνες στα χέρια τους. Και τον σκότωσαν. Και πέταξαν το κορμί του βαθιά στο γκρεμό, να στέκει εκεί σαν μια προειδοποίηση για όλους εκείνους που πιάναν στο στόμα τους τη σοφία των προγόνων.


Ώσπου ύστερα από κάμποσο καιρό έπεσε μεγάλη αναβροχιά. Το ρυάκι γνώση ξεράθηκε. Τα ζωντανά ψωφάγαν από την δίψα. Η σοδειά πήγε χαμένη στα χωράφια, κι άρχισε μεγάλη πείνα στην κοιλάδα της αμάθειας. Μα οι γέροντες που ξέρουν δεν τα έχαναν. Προφήτευαν πως όλα στο τέλος θα πάνε καλά, γιατί έτσι ήταν γραμμένο στα πιο ιερά χαρτιά τους. Κι έπειτα, για λόγου τους δεν χρειαζόταν πολύ φαί. Ήταν τόσο πολύ γέροι.

Ήρθε ο χειμώνας. Το χωριό ρήμαξε. Πιο πολλοί κι από τους μισούς κατοίκους πεθάναν από την πείνα. Η μόνη ελπίδα, για όσους επιζήσαν, βρισκόταν πέρα από τα βουνά. Μα ο νόμος έλεγε Όχι. Και στο νόμο πρέπει να δείχνουνται όλοι υπάκουοι.


Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που γύρισε ο παραστρατημένος. Δεν ήταν εύκολη δουλειά να ξαναβρούν το δρόμο που είχε σημαδέψει. Χιλιάδες πέσανε θύματα στην πείνα και στην δίψα ώσπου να βρουν το πρώτο σημάδι. Από κει και πέρα το διάβα είχε λιγότερες δυσκολίες.

Ο προσεχτικός πρωτοπόρος είχε ανοίξει ένα καθαρό μονοπάτι ανάμεσα στα δάση και τους ατέλειωτους έρημους βραχότοπους. Οδηγούσε μ εύκολους σταθμούς στις καταπράσινες βοσκές της καινούργιας γης. Κι οι άνθρώποι κοίταζαν ο ένας τον άλλον σιωπηλοί.


Να που είχε δίκιο, έλεγαν. Αυτός είχε δίκιο, κι οι γέροι άδικο.....

Αυτός έλεγε αλήθεια και εκείνοι μας ξεγέλασαν....

Τα κόκκαλα του σαπίζουν στα ριζά του βουνού μα οι γέροντες κάθουνται στα κάρα τους ψέλνοντας τους αρχαίους τους ύμνους...

Αυτός μας έσωσε και εμείς τον σκοτώσαμε...

Κρίμα μεγάλο το κακό που γίνηκε, μα αν φυσικά το ξέραμε τότε...

Και μετά ξεζέψαν τ άλογα και τα βόδια τους και σκάρισαν τα γίδια και τα γελάδια στις βοσκές. Έχτισαν σπίτια για να μένουν και φτιάξαν τα χωράφια τους και ζήσαν πολύ καιρό κατόπι ευτυχισμένοι.


Λίγα χρόνια αργότερα γίνηκε μια προσπάθεια να θάψουν το γενναίο πρωτοπόρο στο λαμπρό καινούργιο χτίριο που είχαν χτίσει για κατοικία των σοφών γερόντων. Μια επίσημη πομπή γύρισε πίσω, στην έρημη πια κοιλάδα, μα όταν φτάσανε στο μέρος όπου είχαν πετάξει το κορμί δεν το βρήκαν πια εκεί. Ένα πεινασμένο τσακάλι τόχε σούρει ως τη φωλιά του. Τότε βάλαν στην αρχή του μονοπατιού(τώρα ήταν μια σπουδαία λεωφόρος) μία πέτρα. Γράψαν απάνω το όνομα του ανθρώπου που πρώτος αψήφησε το σκοτεινό τρόμο του άγνωστου για να μπορέσει έτσι ο λαός να οδηγηθεί σε μια καινούργια λευτεριά.


Κι έγραψαν πως η πλάκα στήθηκε από απογόνους ευγνωμονούντες. Έτσι είχε γίνει στην αρχή. Έτσι γίνεται τώρα. Άς ελπίσουμε πως κάποια μέρα δεν θα γίνεται πια έτσι.


Προτεινόμενα άρθρα
Πρόσφατα άρθρα
Αρχειοθήκη
  • Facebook Basic Square
  • Twitter Basic Square
bottom of page